- ιερογραφικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἱερογραφικός, -ή, -όν) [ιερογραφία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιερογραφία ή στον ιερογράφο2. εκείνος που ανήκει στην Αγία Γραφή.επίρρ...ἱερογραφικῶς (Α)με περιγραφή ιερών πραγμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.